Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2012

Παραμύθια

Παραμύθια


Ο αγιος Βασιλης, σαν περασανε τα Χριστουγεννα, πηρε το ραβδι του και γυρισε σ' ολα τα χωρια, να δει ποιος θα τον γιορτασει με καθαρη καρδια.Περασε απο λογιων-λογιων πολιτειες κι απο κεφαλοχωρια, μα σ' οποια πορτα κι αν χτυπησε δεν τ΄ανοιξανε, επειδη τον πηρανε για διακοναρη. Κ' εφευγε πικραμενος, γιατι ο ιδιος δεν ειχε αναγκη απο τους ανθρωπους, μα ενοιωθε το ποσο θα πονουσε η καρδια κανενος φτωχου απο την απονια που του δειξανε κεινοι οι ανθρωποι.

Μια μερα εφευγε απο ενα τετοιο ασπλαχνο χωριο, και περασε απο το νεκροταφειο, κ' ειδε τα κιβουρια πως ητανε ρημαγμενα, οι ταφοπετρες σπασμενες κι αναποδογυρισμενες, και τα νιοσκαφτα μνηματα ειτανε σκαλισμενα απο τα τσακαλια.
Σαν αγιος που ειτανε ακουσε πως μιλουσανε οι πεθαμενοι και λεγανε¨" Τον καιρο που ειμαστε στον απανω κοσμο, δουλεψαμε, βασανιστηκαμε, κι αφησαμε πισω μας παιδια κ' εγγονια να μας αναβουνε κανενα κερι, να μας καιγουνε λιγο λιβανι' μα δεν βλεπουμε τιποτα, μητε παπα στο κεφαλι μας να μας διαβασει παραστασιμο, μητε κολλυβα, παρα σαν να μην αφησαμε πισω μας κανεναν".
Κι ο αγιος Βασιλης παλι στεναχωρηθηκε κ' ειπε΄"Τουτοι οι χωριατες ουτε σε ζωντανο δε δινουνε βοηθεια, ουτε σε πεθαμενο", και βγηκε απο το νεκροταφειο, και περπατουσε ολομοναχος μεσα στα παγωμενα χιονια

Παραμονη της πρωτοχρονιας εφταξε σε κατι χωρια που ειτανε τα πιο φτωχα αναμεσα στα φτωχοχωρια, στα μερη της Ελλαδας. Ο παγωμενος αγερας βογκουσε αναμεσα στα χαμοδεντρα και στα βραχια, ψυχη ζωντανη δεν φαινοτανε, νυχτα πισσα!
Ειδε μπροστα του μια ραχουλα, κι απο κατω της ειτανε μια στρουγκα τρυπωμενη.
Ο αγιος Βασιλης μπηκε στη στανη και χτυπησε με το ραβδι του την πορτα της καλυβας και φωναξε΄"Ελεηστε με, τον φτωχο, για την ψυχη των αποθαμενων σας΄κι ο Χριστος μας διακονεψε σε τουτον τον κοσμο !".
Τα σκυλια ξυπνησανε και χυθηκανε απανω του, μα σαν πηγανε κοντα του και τον μυριστηκανε, πιασανε και κουνουσανε τις ουρες τους, και πλαγιαζανε στα ποδαρια του και γρουζανε παρακελιστικα και χαρουμενα.
Απανω σ' αυτα, ανοιξε η πορτα και βγηκε ενας τσοπανης, ως εικοσιπεντε χρονων παλληκαρι, με μαυρα στριφτα γενεια, ο Γιαννης ο Μπαρμπακος, ανθρωπος αθωος κι απελεκητος, προβατανθρωπος, και πριν να καλοιδει ποιος χτυπησε, ειπε΄"Ελα, ελα μεσα. Καλη μερα, καλη χρονια!".
Μεσα στο καλυβι εφεγγε ενα λυχναρι, κρεμασμενο απο πανω απο μια κουνια, που ειτανε δεμενη σε δυο παλουκια. Διπλα στο τζακι ειτανε τα στρωσιδια τους και κοιμοτανε η γυναικα του Γιαννη.
Αυτος, σαν εμπηκε μεσα ο αγιος Βασιλης, κ' ειδε πως ειτανε γερος σεβασμιος, πηρε το χερι του και τ΄ανεσπασθηκε κ' ειπε΄"Να' χω την ευχη σου γεροντα", και το λεγε σαν να τον γνωριζε κι απο πρωτυτερα, σα να' τανε πατερας του.
Και κεινος του ειπε¨ "Βλογημενος να' σαι, εσυ κι ολο το σπιτικο σου, και τα προβατα σου΄η ειρηνη του Θεου να' ναι απανω σας!"
Σηκωθηκε κ' η γυναικα και πηγε και προσκυνησε και κεινη τον γεροντα και φιλησε το χερι του και τη βλογησε.
Κι ο αγιος Βασιλης ειτανε σαν καλογερος ζητιανος, με μια σκουφια παλια στο κεφαλι του, και τα ρασα του ειτανε τριμμενα και μπαλωμενα και τα τσαρουχια του τρυπια, κ' ειχε κ' ενα παλιοταγαρο αδειανο.
Ο Γιαννης ο Βλογημενος εβαλε ξυλα στο τζακι. Και παρευθυς, φεγγοβολησε το καλυβι και φανηκε σαν παλατι.
Και φανηκανε τα δοκαρια, σα να' τανε μαλαμοκαπνισμενα, κ' οι πητιες που ειτανε κρεμασμενες φανηκανε σαν καντηλια, κ' οι καρδαρες και τα τυροβολια και τ' αλλα συνεργα που τυροκομουσε ο Γιαννης, γινηκανε σαν ασημενια, και σαν πλουμισμενα με διαμαντοπετρες φανηκανε, και τ' αλλα, τα φτωχα τα πραγματα που' χε μεσα στο καλυβι του ο Γιαννης ο Βλογημενος.
Και τα ξυλα που καιγοντανε στο τζακι τριζανε και λαλουσανε σαν τα πουλια που λαλουνε στον παραδεισο, και βγαζανε καποια ευωδια παντερπνη.
Τον αγιο Βασιλη τον βαλανε κ' εκατσε κοντα στη φωτια κ' η γυναικα του' θεσε μαξιλαρια ν' ακουμπησει. Κι ο γεροντας ξεπερασε το ταγαρι του απο το λαιμο και το' βαλε κοντα του, κ' εβγαλε και το παλιορασο του κι απομεινε με το ζωστικο του.
Κι ο Γιαννης ο Βλογημενος πηγε κι αρμεξε τα προβατα μαζι με τον παραγυιο του, κ' εβαλε μεσα στην κονιφιδα τα νιογεννητα τ' αρνια, κι υστερα χωρισε τις ετοιμογεννες προβατινες και τις κρατησε στο μαντρι, κι ο παραγυιος τα' βγαλε τ' αλλα στη βοσκη.
Λιγοστα ειτανε τα ζωντανα του, φτωχος ειτανε ο Γιαννης, μα ειτανε Βλογημενος.
Κ' ειχε μια χαρα μεγαλη, σε καθε ωρα, μερα και νυχτα, γιατι ειτανε καλος ανθρωπος κ' ειχε και καλη γυναικα, κι οποιος λαχαινε να περασει απο την καλυβα τους, σαν να' τανε αδελφος τους, τον περιποιοντανε.
Για τουτο κι ο αγιος Βασιλης κονεψε στο σπιτι τους, και καθησε μεσα, σα να' τανε δικο του σπιτι, και βλογηθηκανε τα θεμελια του.
Κεινη τη νυχτα τον περιμενανε ολες οι πολιτειες και τα χωρια της Οικουμενης, οι αρχοντοι, οι δεσποταδες κ' οι επισημοι ανθρωποι΄ μα εκεινος δεν πηγε σε κανεναν, παρα πηγε και κονεψε στο καλυβι του Γιαννη του Βλογημενου.
*****
Το λοιπον, σαν σκαρισανε τα προβατα, μπηκε μεσα ο Γιαννης και λεγει στον αγιο¨"Γεροντα, εχω χαρα μεγαλη. Θελω να μας διαβασεις τα γραμματα τ' Αη-Βασιλη. Εγω ειμαι ανθρωπος αγραμματος, μα αγαπω τα γραμματα της θρησκειας μας. Εχω και μια φυλλαδα απο εναν γουμενο αγιονοριτη, κι οποτε τυχει να περασει κανενας γραμματιζουμενος, τον βαζω και μου διαβαζει απο μεσα την φυλλαδα, γιατι δεν εχουμε κοντα μας εκκλησια".
Επιασε και θαμποφεγγε κατα το μερος της ανατολης. Ο αγιος Βασιλης σηκωθηκε και σταθηκε κατα την ανατολην κ' εκανε το σταυρο του, υστερα εσκυψε και πηρε μια φυλλαδα απο το ταγαρι του, κ' ειπε
¨"Ευλογητος ο Θεος ημων παντοτε, νυν και αει και εις τους αιωνας των αιωνων".
Κι ο Γιαννης ο Βλογημενος πηγε και σταθηκε απο πισω του, κ' η γυναικα βυζαξε το μωρο και πηγε και κεινη και σταθηκε κοντα του, με σταυρωμενα χερια.
Κι ο αγιος Βασιλης ειπε το "Θεος Κυριος" και τ' απολυτικιο της Περιτομης "Μορφην αναλλοιωτως ανθρωπινην προσελαβες", διχως να πει και το δικο του το απολυτικιο που λεγει "Εις πασαν την γην εξηλθεν ο φθογγος σου".
Η φωνη του ειτανε γλυκεια και ταπεινη, κι ο Γιαννης κ' η γυναικα του νοιωθανε μεγαλη κατανυξη , κι ας μην καταλαβαινανε τα γραμματα.
Κ' ειπε ο αγιος Βασιλης ολον τον Ορθρο και τον Κανονα της Εορτης¨"Δευτε λαοι ασωμεν ασμα Χριστω τω Θεω" χωρις να πει το δικο του τον Κανονα, που λεγει "Σου την φωνην εδει παρειναι , Βασιλειε".
Κ' υστερα ειπε ολη τη λειτουργια κ' εκανε απολυση και τους βλογησε.
Και σαν καθησανε στο τραπεζι και φαγανε και αποφαγανε, εφερε η γυναικα τη βασιλοπητα και την εβαλε απανω στο σοφρα.
Κι ο αγιος Βασιλης πηρε το μαχαιρι και σταυρωσε τη βασιλοπητα, κ' ειπε
΄"Εις το ονομα του Πατρος και του Υιου και του Αγιου Πνευματος"΄κ' εκοψε το πρωτο κομματι κ' ειπε¨"του Χριστου" κ' υστερα ειπε "της Παναγιας", κ' υστερα ειπε "του νοικοκυρη Γιαννη του Βλογημενου".
Του λεγει ο Γιαννης
¨"Γεροντα, ξεχασες τον αη-Βασιλη!".
Του λεγει ο αγιος
¨"Ναι καλα!" κ' υστερα λεγει
¨"Του δουλου του Θεου Βασιλειου".
Κ' υστερα λεγει παλι
¨"Του νοικοκυρη", "της νοικοκυρας", "του παιδιου", "του παραγυιου", "των ζωντανων", "των φτωχων".
Τοτε λεγει στον αγιο ο Γιαννης ο Βλογημενος
¨"Γεροντα, γιατι δεν εκοψες για την αγιωσυνη σου?"
Του λεγει ο αγιος
¨"Εκοψα, Βλογημενε!".
Μα ο Γιαννης δεν καταλαβε τιποτα ο μακαριος.
Κ' υστερα, σηκωθηκε ορθιος ο αγιος Βασιλειος κ' ειπε την ευχη του
¨"Κυριε ο Θεος μου, οιδα οτι ουκ ειμι αξιος, ουδε ικανος, ινα υπο την στεγην εισελθης του οικου της ψυχης μου".
Κ' ειπε ο Γιαννης ο Βλογημενος
¨"Πες μου, γεροντα, που ξερεις τα γραμματα, σε ποια παλατια αραγες πηγε σαν αποψε ο αγιος Βασιλης?
Οι αρχοντοι κ' οι βασιλιαδες τι αμαρτιες να' χουνε?
Εμεις οι φτωχοι ειμαστε αμαρτωλοι, επειδης η φτωχεια μας κανει να κολαζομαστε".
Κι ο αγιος Βασιλης δακρυσε κ' ειπε παλι την ευχη, αλλοιωτικα
¨"Κυριε, ο Θεος μου, οιδα οτι ο δουλος σου Ιωαννης ο απλους εστιν αξιος και ικανος ινα υπο την στεγην του εισελθης. Οτι νηπιος υπαρχει και τα μυστηρια Σου τοις νηπιοις αποκαλυπτεται".
Και παλι δεν καταλαβε τιποτα ο Γιαννης ο μακαριος, ο Γιαννης ο Βλογημενος.

του Φωτη Κοντογλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου